γρουσούζικος, -ια, -ο

γρουσούζικος, -ια, -ο
βλ. γουρσούζικος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γρουσούζικος — και γουρσούζικος, η, ο αυτός που φέρνει γρουσουζιά στους άλλους …   Dictionary of Greek

  • βλάστημος — η, ο (AM βλάσφημος, ον) 1. εκείνος που βλαστημά, που βρίζει τα θεία 2. (για λόγια) απρεπής, υβριστικός αρχ. δυσοίωνος, γρουσούζικος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. βλαστημώ] …   Dictionary of Greek

  • γουρσούζικος — βλ. γρουσούζικος …   Dictionary of Greek

  • γουρσούζικος, -ια — και η, ο και γρουσούζικος, ια και η, ο αυτός που φέρνει κακοτυχία, γουρσουζιά (αντίθ. γουρλίδικος):Η μαύρη γάτα θεωρείται γουρσούζικια από τους προληπτικούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”